ἀργυρίδιον

ἀργυρίδιον
ἀργυρί̱διον , ἀργυρίδιον
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αργυρίδιον — ἀργυρίδιον, το (Α) (με περιφρονητική σημασία) το αργύριον, τα χρήματα, λεφτουδάκια. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό του αργύριον < άργυρος] …   Dictionary of Greek

  • επαγγέλλω — (AM ἐπαγγέλλω) [αγγέλλω] 1. μέσ. υπόσχομαι κάτι χωρίς να μού τό ζητήσουν, προσφέρω («καί σφι προσελθοῡσι ἐπηγγείλατο καταγωγήν καὶ ξείνια», Ηρόδ.) 2. μέσ. καταγίνομαι, ασχολούμαι με κάτι, ασκώ βιοποριστικό επάγγελμα (α. «επαγγέλλεται τον γιατρό»… …   Dictionary of Greek

  • τἀργυριδίου — ἀργυρῑδίου , ἀργυρίδιον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀργυρίδιον — ἀργυρί̱διον , ἀργυρίδιον neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργυριδίου — ἀργυρῑδίου , ἀργυρίδιον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”